- ἐγκεκαυμένας
- ἐγκεκαυμένᾱς , ἐγκαίωburnperf part mp fem acc plἐγκεκαυμένᾱς , ἐγκαίωburnperf part mp fem gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.